Δανείζομαι τον τίτλο από το βιβλίο του Γιουγκιανού αναλυτή James Hollis. Ο μαθητής του Jung, ορίζει το Μέσο Πέρασμα ως δυνατότητα του ανθρώπου να επανεξετάσει ζητήματα ταυτότητας, να έρθει αντιμέτωπος με τον «ψευδή εαυτό» και τους ρόλους που υποδύεται στην διάρκεια μιας, υποτιθέμενης, ενήλικης ζωής.
Η Μαίρη Χρηστέα, ονομάζει την δουλειά της « Across», επιθυμώντας να σηματοδοτήσει το «Πέρασμα Απέναντι», την μετάβαση από ένα χώρο ασφυκτικά γεμάτο από ψυχικά θραύσματα σ’ εκείνο της συνείδησης και της υπέρβασης.
Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο καλλιτέχνης, εκείνος τουλάχιστον που γυρνά την πλάτη στις φόρμες που κάθε τόσο ανανεώνουν την σχέση με το όποιο «σύγχρονο», προσδοκά την ανάδυση της αφανούς εικόνας που, πιθανώς, ορίζει την προσωπική του ταυτότητα. Τα εργαλεία που θα παράξουν αυτή την εικόνα συχνά παραμένουν κοινά, αφού ορίζονται κάθε φορά από τον χρόνο, ενώ συμπίπτουν, ενίοτε, με τις αποκλεισμένες ή ακόμα και τις γνωστοποιημένες εικόνες άλλων καλλιτεχνών, η ίδια η διαδρομή ωστόσο παραμένει ειλικρινής, όταν αυτο-διαχειρίζεται το αίτημά της.
Η διαδρομή, της Χρηστέα, εκείνη τουλάχιστον που έχουμε παρακολουθήσει μέσα από τα έργα της, επικεντρώνει το αίτημα της χαρτογράφησης της δικής της αλήθειας, αξιοποιώντας στο πλαίσιο της «αφήγησης» της, την μυθοπλαστική εκδοχή μιας προσωπικής αγωνίας που αναζητά μια δίοδο επικοινωνίας. Ο θεατής είναι ένας καλός συνομιλητής ή αν θέλετε, ως πρόσχημα του διαλόγου προς τα μέσα. Η προσπάθεια για το πέρασμα απέναντι , διαθέτει ισχυρότερο αποδέκτη, το ζήτημα του ψεύδους και του αληθούς, χάριν ενός αυτόπτη μάρτυρα που είναι ο μόνιμος παρατηρητής και η συνείδησή του.
Τα έργα και η διάταξή τους στο χώρο, εκφράζουν τις πιθανές αποκλίσεις μιας ενδο-κατανόησης που, προστρέχει στην συλλογική μνήμη. Η θάλασσα που καλύπτει τον χώρο του δαπέδου ανάμεσα στις βίντεο-προβολές με τα πορτραίτα των γυναικών και τον καθρέφτη τους, κινείται με τον ανάλογο ρυθμό της κίνησης της εσάρπας που ενοποιεί κάποια κοινά προσωπικά δεδομένα.
Ολόκληρο το περιβάλλον της Μ.Χ. εκφράζει ζητήματα της αισθητικής σήμερα και ανακαλεί εικόνες που το νόημά τους μπορεί να συνυπάρχει με μια θαλασσογραφία του 17ου αιώνα ή με μια τοιχογραφία κάποιας βίλλας στην Ρώμη. Η τέχνη, σίγουρα δεν έχει χρόνο. Υιοθετεί τα μέσα του χρόνου στον οποίο γίνεται, συμμετέχει στα γεγονότα που τον διέπουν και εκεί διακόπτει την σχέση μαζί του για να προστρέξει σε περισσότερο προσωπικά ζητήματα. Ούτως ή άλλως, μέχρις ενός σημείου μας ενδιαφέρει το πώς είναι φτιαγμένο το έργο. Ναι, διαθέτει στενή σχέση με τον υπολογιστή, με τις λήψεις, με τις προβολές αλλά, ως περιεχόμενο, παραμένει ανάγκη και έκφραση ιδιωτική.
Διασχίζοντας το κενό, από μια κατάσταση στατική ή ρευστή σε μια κατάσταση ενδο-κατανόησης , επιθυμεί να προτάξει επιθυμίες, να διαπραγματευτεί φόβους, να μιλήσει για οντολογικά ζητήματα που είναι πανανθρώπινα. Το νεύμα που κάνει η εσάρπα όπως κινείται, ενοποιώντας την εικόνα της γυναίκας σε διαφορετικές ηλικίες, αναλαμβάνει τον ρόλο του μάγου που θα συνδράμει στην αποδοχή των ρόλων και των χαρακτηριστικών, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που, ο ήχος [Στέφανος Μπαρμπαλιάς] θα συνδέσει την κοινή αγωνία.
Στο βιβλίο του Holis «Μέσο Πέρασμα» [ εκδόσεις «Isis», Mελέτες πάνω στην ψυχολογία του βάθους του G.G. Jung] του οποίου τον τίτλο δανείζομαι, αναφέρει ο συγγραφέας ότι ο Γιούνγκ, βίωσε το δικό του Μέσο Πέρασμα καθισμένος στις όχθες της λίμνης της Ζυρίχης, χτίζοντας κάστρα με άμμο και λαξεύοντας πέτρες.
Ο εικαστικός καλλιτέχνης, έχει δεδομένες τις δυνατότητες να σωθεί από τα αδιέξοδα με την δική του «κατασκευή» του παιγνιδιού. Ελάχιστοι βέβαια, επιθυμούν να ξεκινήσουν το παιγνίδι και να το ολοκληρώσουν, διασχίζοντας την απόσταση έως τις παραμελημένες περιοχές. Πιστεύω ότι η Μαίρη Χριστέα, στο οριακό έργο που παρουσιάζει, παίζει με ειλικρίνεια στην θεατρικότητα των «κάστρων» της, για τον θεατή και την ίδια.