Blind Traces
by Efi Strousa
If there is one special thing that attracts my attention in the art of Maria Christea, it is how she can go to the core of the matter without resorting to rhetoric hype or playful stylistic tricks. On the contrary, her work unfolds like a flow of light in the dark, like the waves of a vast sea lapping against the barren land of thought where the meaning of art cannot grow roots. I am talking about the theoretical approach to art which currently tends to explore the visual language as inextricably linked to the imagery and the tastes of the time.
Yet Maria Christea produces an art which could be nothing but a product of the times, of the transcendence of the limits of certain aesthetic rules, of a yearning for understanding reality. The artist moves outside the various current movements but within the present which incessantly explores an extended perception of the world – a trend as new as it is old, as obsolete as it is current and limitlessly interesting. What renews it is the different use of visual language, echoing the different stimuli that appeal to each individual soul and intellect. “Words and things live their own life”, wrote Takis Sinopoulos, “and seek their clearer expression in defiance of legitimacy”.(1) A similar approach seems to be imprinted on Christea’s work of recent years. Using the image of the body and nature as a tool, she unfolds a narrative which is about the constant interaction between the inside and the outside.
With Blind Traces, whose current form is the result of a long work and preparation over the last three years, the artist takes up the thread from her last project, the Perpetual Journey of 2003. In that series, whose works also involved the use of multiple media, she focused on a narration of the concept of the ‘home’ or the ‘house’. The relationship between body and soul traced in the space a cyclical trajectory which evolved into a perpetual present, where the experiences from the past and the present combined to form an ongoing action in a space that changed under the switch between light and shade and created passages between the images and their shadows.
Today, the narrative continues along the same principle which holds that art does not break new ground but retrieves and reveals what lies hidden. If today Man and Nature remain for art and science the objects of an increasingly extensive research which leads us onto a quest for a uniform theory about Nature and the creation of the Universe, Christea seems to follow the paths of mystery towards a deeper understanding of the unity of art and life. To her, art is simply a medium for envisioning what lies hidden both in the matter of things and in the core of the soul.
In her current work, which is like a sequel to her earlier Perpetual Journeys, the space resonates with an older thought articulated by one of the most luminous thinkers and visionaries, the young Arthur Rimbaud who saw that “the poet becomes a visionary through a long, immense and rational derangement of all the senses”. Could this method of deviating be too daring for our time?
Still, Maria Christea boldly attempts it. The Blind Traces represent a series of deviations in the way the body as we perceive it in its tangible form is viewed. Adopting again multiple media –photography, video, light box– she sets up an environment which reveals the endless interaction among the image of things, nature and life. The photographic depiction of a nude female body face-to-face with its twin appears as half the truth once it goes under the scrutiny of an imaginary scanner. On the screen, the static photo of the two realistically rendered nude bodies starts to be denuded to the utmost and reveal the reality underneath, which is no other than the breath, the rhythm of real life within time. The flesh of the body expands, becomes transparent, and we can see live fragments of experiences and momentous images floating within its molecules.
The body is now the ‘house’ which hosts as a single space the action from a multitude of extraneous events, traced upon its skin and its innards. People and things and the entire nature seem to use the live body as their shelter. Isn’t this, perhaps, the image which always comes before the eyes of the thinker, the creator, the scientist who repeats the words of Titus Lucretius Carus – “Lastly, before our very eyes is seen / Thing to bound thing: air hedges hill from hill, / And mountain walls hedge air; land ends the sea, / And sea in turn all lands; but for the All / Truly is nothing which outside may bound”? (2)
The Blind Traces narrate how nothing is revealed unless at some point it has found refuge in the self. The limits of nothing are known, and no language can convincingly relate them before their traces have been sought on the internal and external scars which are engraved on the matter of the real, on the vastness of the soul. It is through this vast expanse of reality that Maria Christea makes her way, focusing on the essence of life and art.
(2) Titus Lucretius Carus, On the Nature of Things, Book 2, 80, vv. 130-135, translated by William Ellery Leonard
Τυφλά Ίχνη
της ΄Εφης Στρούζα
Ακίνητος κοιτάζω το αίμα μου ν’ ανάβει σιγανές πυρές
Και ξάφνου να φωτίζονται φρικιαστικά ενδεχόμενα.
Και δεν αντέχω.
Η ανάσα μου πνιγμένη από αριθμούς προσθήκες και σβυσίματα
Πρέπει να ξαναβρεί τους πνεύμονές μου ορθούς όταν ξυπνήσει.
Τάκης Σινόπουλος, ΄Αφθονη Μέρα, 12.30μ.μ. (1)
Αν κάτι ιδιαίτερο ελκύει την προσοχή μου στην τέχνη της Μαρίας Χρηστέα είναι ότι μπορεί να βάζει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο χωρίς ρητορικές εκφραστικές εξάρσεις, χωρίς παιγνιώδη λεκτικά τεχνάσματα. Αντίθετα, το έργο της εξελίσσεται σα μια ροή φωτός μέσα στο σκοτάδι, σαν το λίκνισμα των κυμάτων μιας απέραντης θάλασσας που γλείφει άγονες στεριές της σκέψης, όπου το νόημα της τέχνης δεν μπορεί να στεριώσει. Μιλάω για τη θεωρητική προσέγγιση της τέχνης που σήμερα τείνει να διερευνά το έδαφος της εικαστικής γλώσσας άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικονογραφία και το γούστο της εποχής.
Η Μαίρη Χρηστέα, όμως, παράγει ένα έργο που δεν θα μπορούσε να είναι παρά προϊόν των καιρών της υπέρβασης των ορίων συγκεκριμένων αισθητικών κανόνων, όπως και της δίψας για την κατανόηση της πραγματικότητας. Η ίδια κινείται έξω απ’ όποια τρέχοντα κινήματα, αλλά μέσα στο παρόν που ατελεύτητα διερευνά τη διεύρυνση της αντίληψης του κόσμου. Μια τάση τόσο νέα όσο παλιά, τόσο πεπερασμένη όσο καίρια και απεριόριστου ενδιαφέροντος. Αυτό που την ανανεώνει είναι η διαφορετική χρήση της εικαστικής γλώσσας, σαν απήχηση των διαφορετικών κελευσμάτων που δέχεται κάθε ξέχωρη νόηση και ψυχή. «Οι λέξεις και τα πράγματα» – έγραφε ο Τάκης Σινόπουλος – «ζούνε μια αυθύπαρκτη ζωή και σε πείσμα της νομιμότητας αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους». Κάτι ανάλογο φαίνεται χαραγμένο σε αυτό που η ίδια επιχειρεί τα τελευταία χρόνια. Με εργαλείο την εικόνα του σώματος και της φύσης ξετυλίγει μια αφήγηση που έχει να κάνει με την ατελεύτητη αλληλο-επίδραση του μέσα και του έξω.
Με το έργο Τυφλά ΄Ιχνη, του οποίου η σημερινή μορφή είναι το προϊόν μιας μακράς εργασίας και προετοιμασίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων, πιάνει το νήμα που είχε αφήσει στην τελευταία δουλειά της, με τίτλο Αέναες Πορείες του 2003. Σ’ εκείνη την ενότητα, που αποτελούνταν από έργα εκτελεσμένα με πολλαπλά τεχνικά μέσα – όπως και στο τελευταίο – είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην αφήγηση της έννοιας της «εστίας», του «οίκου». Η σχέση σώματος-ψυχής σχεδίαζε στο χώρο μια κυκλική τροχιά που εξελίσσονταν σ’ ένα αέναο παρόν, όπου τα βιώματα του παρελθόντος και του παρόντος συνέθεταν μια εξελισσόμενη δράση σ’ ένα χώρο, που άλλαζε κάτω από την εναλλαγή του φωτός και του σκότους, δημιουργώντας συνεχή περάσματα ανάμεσα στις εικόνες και τις σκιές τους.
Σήμερα, η αφήγηση συνεχίζεται πάνω στην ίδια αρχή, που αποδέχεται ότι η τέχνη δεν καινοτομεί, αλλά αποκαλύπτει, ανασύροντας το κρυμμένο. Αν σήμερα για την επιστήμη και την τέχνη, ο ΄Ανθρωπος και η Φύση παραμένουν το αντικείμενο μιας ολοένα και πιο εκτεταμένης διερεύνησης, που μας οδηγεί σε δρόμους αναζήτησης της ενιαίας θεωρίας για τη Φύση και τη δημιουργία του Σύμπαντος, η Χρηστέα φαίνεται να συμπορεύεται στα μονοπάτια του μυστηρίου της βαθύτερης γνώσης σε σχέση με την ενότητα τέχνης και ζωής. Για την ίδια, η τέχνη δεν είναι παρά ένα μέσο ενόρασης αυτού που βρίσκεται κρυμμένο τόσο μέσα στην ύλη των πραγμάτων όσο και στα άδυτα της ψυχής.
Στο σημερινό της έργο, σα συνέχεια της προηγούμενης Αέναης Πορείας, ακούγεται στο χώρο ο απόηχος μιας σκέψης παλαιότερης, διατυπωμένης από έναν από τους φωτεινότερους οραματιστές και στοχαστές, το νεαρό Arthur Rimbaud, που έβλεπε ότι «ο ποιητής γίνεται οραματιστής δια μέσου μιας μακράς, τεράστιας και εκλογικευμένης παρέκκλισης απ’ όλες τις έννοιες». Είναι άραγε μια τέτοια μέθοδος παρέκκλισης πολύ τολμηρή για σήμερα;
Η Μαίρη Χρηστέα, όμως, την αποτολμά. Στα Τυφλά ΄Ιχνη διαδραματίζεται μια σειρά από παρεκκλίσεις στον τρόπο θέασης του σώματος όπως το αντιλαμβανόμαστε στην «ένυλη» μορφή του. Με την υιοθέτηση και πάλι πολλαπλών μέσων γραφής και έκφρασης – φωτογραφία, βίντεο, φωτεινά κουτιά – δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου φανερώνεται η αέναη αλληλο-επίδραση ανάμεσα στην εικόνα των πραγμάτων, της φύσης και της ζωής. Η φωτογραφική απεικόνιση ενός γυμνού γυναικείου σώματος αντικριστά στο δίδυμό του, φαντάζει ως η μισή αλήθεια από τη στιγμή που μπαίνει κάτω από την ανιχνευτική δράση ενός φανταστικού τομογράφου. Πάνω στην οθόνη, η στατική φωτογραφία των δυο γυμνών σωμάτων, ρεαλιστικά αποδοσμένων, αρχίζει να απογυμνώνεται στο έπακρον, καθώς κάτω από αυτήν αποκαλύπτεται η πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από την αναπνοή, από το ρυθμό της πραγματικής ζωής μέσα στο χρόνο. Η σάρκα του σώματος διαστέλλεται, γίνεται διάφανη, και μέσα στα μόριά της βλέπουμε να αιωρούνται ζωντανά σπαράγματα από βιώματα, εικόνες σημαδιακές.
Το σώμα είναι τώρα ο «οίκος» που υποδέχεται ως ένας και ενιαίος χώρος τη δράση από μια πλειάδα εξωτερικών συμβάντων, ιχνογραφημένων πάνω στο πετσί και μέσα στα σωθικά του. Πρόσωπα και πράγματα μαζί με τη φύση όλη φαίνονται να έχουν το ζωντανό σώμα καταφύγιό τους. Δεν είναι αυτή, ίσως, η εικόνα που αιώνες αναβιώνει στα μάτια του στοχαστή, του δημιουργού, του επιστήμονα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Τίτου Λουκρητίου Κάρου, στα Περί Φύσεως, «Και τέλος μπρος στα μάτια μας θωρούμε απ’ τόνα πράμα / Τ’ άλλο να περιορίζεται: ο αέρας ξεχωρίζει τες ράχες, τα ψηλά βουνά χωρίζουν τον αγέρα, / Στη θάλασσα τελειώνει η γή, κ’ η θάλασσα στην ξέρη. / Μά απόξωθε δεν περικλεί το παν κανένα πράμα»;(2)
Τα Τυφλά ΄Ιχνη αφηγούνται ότι τίποτε δεν φανερώνεται αν δεν έχει βρει καταφύγιο, σε κάποια δεδομένη στιγμή, μέσα στον εαυτό. Κανενός πράγματος τα όρια δεν είναι γνωστά και καμιά γλώσσα δεν μπορεί να τα αποδώσει πειστικά αν δεν αναζητηθούν τα ίχνη τους στις εξωτερικές και εσωτερικές ουλές που έχουν χαραχτεί, μέσα στην ύλη του πραγματικού, μέσα στην απεραντοσύνη της ψυχής. Μέσα σε αυτό το απέραντο της πραγματικότητας πορεύεται η Μαίρη Χρηστέα, στρέφοντας την προσοχή προς την ουσία της ζωής και της τέχνης.
(1) Τάκης Σινόπουλος, από τη Συλλογή Ι, 1951-1964, Αθήνα, 1986
(2) Τίτου Λουκρητίου Κάρου, Περί Φύσεως, Βιβλίο Δεύτερο, 80, 130-135, μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Αθήνα, 1986
All rights reserved © Mary Christea