Το έργο της Μαίρης Χρηστέα θα μπορούσε να θεωρηθεί απάντηση στις πρόσφατες εξπεσιονιστικές τάσεις της ευρωπαίκής ζωγραφικής – μια απάντηση αρχιτεκτονικά προσδιορισμένη. Κυρίαρχο θέμα εδώ είναι η εικόνα του ανθρώπου, αλλά αυτή η ανθρωποκεντρική ζωγραφική δεν θέλει τον άνθρωπο μέτρον πάντων πραγμάτων ούτε «υπέρτατο σκοπό και κανόνα, αλλά μάλλον ερώτημα και τραύμα». Ο άνθρωπος αποσπάται από τις ατομικές του περιστάσεις και ανάγεται στο υπερατομικό, στο αρχετυπικό, σύμφωνα με την αντίληψη που μας είναι γνωστή από τους αρχαίους. Η Μαίρη Χρηστέα αναπτύσσει αυτήν την αντίληψη χωρίς κλασικές επιφάσεις, αλλά μ’ έναν τρόπο βίαιο και αυστηρό – δηλαδή «μοντέρνο». Το αρχα’ι'κό στοιχείο αυτής της αντίληψης υπογραμμίζεται με την τεχνική του ανάγλυφου, που αποχωρίζει το απεικονιζόμενο θέμα από το φόντο του, του δίνει μεγαλύτερη πλαστικότητα και αυτονομία, καθώς και την αρχιτεκτονική δομή, την αυστηρότητα και το μέτρο που απαιτεί αυτή η τεχνική.
Στην αυστηρή και απλή σύνθεση επεμβαίνει το χρώμα, που επιτίθεται ορμητικά στο θεατή και τον παρασύρει μέσα στη γένεση της εικόνας. Πρόκειται για μια χρωματική αντίληψη που πρώτος ο Γκωγκέν τη διατύπωσε, θεωρητικά και πρακτικά για λογαριασμό των μοντέρνων. Η αντίληψη αυτή πέρασε από τον Καντίνσκυ στους γερμανούς εξπρεσιονιστές, για ν’ ανθίσει και πάλι, τα πολύ τελευταία χρόνια, με μια νέα μορφή, ως αντίδραση στα καλλιτεχνικά ρεύματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70. (μινιμαλιστική – και εννοιακή τέχνη καθώς και η τέχνη που χρησιμοποιεί πολλαπλά και τεχνολογικά μέσα). Το χρώμα γίνεται εδώ φορέας της έκφρασης, συντελώντας στην καταδήλωση του περιεχομένου χωρίς περιγραφές και φιλολογίες, και η ζωγραφική λειτουργεί σαν τη μουσική, γιατί «οι αρμονικοί χρωματικοί τόνοι αντιστοιχούν σε ηχητικές αρμονίες».
Στη ζωγραφική της Μαίρης Χρηστέα, το χρώμα έρχεται σε ακραία αντίθεση με τη σύνθεση της εικόνας: με ορμητικές και συχνά ελεύθερες πινελιές, κι άλλοτε πάλι πυκνό βαραίνοντας τη φόρμα, συγκρατεί τις πλαστικές ανάγλυφες μορφές που τείνουν να αποσπαστούν από το φόντο τους, τους καταργεί την αυτονομία και τις δένει σ’ έναν φανταστικό χώρο που καθορίζεται αποκλειστικά από το χρώμα και το φως. Τα χρώματα περνούν από μια γκάμα ψυχρού μπλε-πράσινου, για να κορυφωθούν σ’ ένα εκτυφλωτικό λευκό, ή να εκραγούν σε συμβολικά ασημιά και χρυσά, κι άλλοτε πάλι ξεκινούν από ζεστούς κοκκινοκίτρινους τόνους και βαθαίνουν ως το μαύρο, αποτυπώνοντας έτσι πνευματικότητα κι ένα σχεδόν μυστικιστικό σκοτάδι.
Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε τι ρόλο παίζει το φως στα έργα της Μαίρης Χρηστέα – ή μάλλον, «ο μυστικισμός του φωτός», που η ποιότητά του εκφράστηκε ανεπανάληπτα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, και που δεν έχει καμιά σχέση με τη ρεαλιστική ή την ιμπρεσιονιστική αντίληψη. Το φως, που φέγγει από τα βάθη της εικόνας, εντείνοντας τα χρώματα, συνδιάζεται με την αυστηρή αρχιτεκτονική δομή δημιουργώντας μια απέριττη πυκνότητα – μια εσωτερική ζωή που, με ελάχιστη φανερή δράση στη σύνθεση, κινεί το συναίσθημα. Μέσα στο φως που περιβάλλει τα πάντα βρίσκεται ίσως και η βαθύτερη ουσία της ζωγραφικής αυτής.